αρμάθα

αρμάθα
αρμάθιά η
1) ряд, вереница; 2) цепь, цепочка; 3) связка; низка (прост.);

αρμάθιά κλειδιών — связка ключей;

αρμάθα σύκα — низка, связка инжира;

4) монисто, ожерелье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρμάθα" в других словарях:

  • αρμάθα — αρμάθα, η και αρμαθιά, η τσαπέλα, περιδέραιο: Του δωσε μια αρμαθιά σύκα. – Φορούσε μια αρμαθιά από φλουριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμάθα — και αρμαθιά, η [αρμάθι] σύνολο από ομοειδή ή όμοια πράγματα περασμένα στη σειρά από σπάγγο ή σύρμα («μια αρμάθα κλειδιά» «μια αρμαθιά σύκα») …   Dictionary of Greek

  • Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… …   Dictionary of Greek

  • πλεξίδα — πλεξίδα, η και πλεξούδα, η 1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα ή τρόπος χτενίσματος: Κάνε τα μαλλιά σου πλεξούδα. 2. αρμάθα σε σχέδιο πλεξίδας: Κάναμε τα κρεμμύδια πλεξούδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»